ακολουθησις

ακολουθησις
    ἀκολούθησις
    -εως ἥ
    1) следование, сопровождение
    

ἐναντία ὑπομονέ (καὴ) ἀ. Arst. «оставаться» и «следовать» - (понятия) противоположные

    2) (логическое) следование, следствие, умозаключение
    

ἀνάπαλιν ἀ. Arst. — обратное следование

    3) следование, повиновение
    

ἀ. τοῦ ὀρθοῦ λογισμοῦ Plat. — подчинение здравому рассуждению


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ακολουθησις" в других словарях:

  • ἀκολούθησις — following fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολουθήσει — ἀκολούθησις following fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀκολουθήσεϊ , ἀκολούθησις following fem dat sg (epic) ἀκολούθησις following fem dat sg (attic ionic) ἀκολουθέω follow aor subj act 3rd sg (epic) ἀκολουθέω follow fut ind mid 2nd sg ἀκολουθέω …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολουθήσεις — ἀκολούθησις following fem nom/voc pl (attic epic) ἀκολούθησις following fem nom/acc pl (attic) ἀκολουθέω follow aor subj act 2nd sg (epic) ἀκολουθέω follow fut ind act 2nd sg ἀ̱κολουθήσεις , ἀκολουθέω follow futperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολουθήσεσι — ἀκολούθησις following fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολουθήσεσιν — ἀκολούθησις following fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολουθήση — ἀκολούθησις following fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολουθήσηι — ἀκολούθησις following fem dat sg (epic) ἀκολουθήσῃ , ἀκολουθέω follow aor subj mid 2nd sg ἀκολουθήσῃ , ἀκολουθέω follow aor subj act 3rd sg ἀκολουθήσῃ , ἀκολουθέω follow fut ind mid 2nd sg ἀ̱κολουθήσῃ , ἀκολουθέω follow futperf ind mp 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολουθήσης — ἀκολούθησις following fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολούθησιν — ἀκολούθησις following fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακολουθώ — (Α ἀκολουθῶ, έω) (Ν. και ακολουθάω και ακλουθώ, έω, άω) 1. πηγαίνω μαζί με κάποιον ή μετά από κάποιον 2. ενεργώ σύμφωνα με κάποιον ή κάτι, συγκατανεύω, συμμορφώνομαι, προσαρμόζομαι 3. έρχομαι ως συνέπεια, επακολουθώ, απορρέω 4. ακολουθώ κάποιον… …   Dictionary of Greek

  • ακολούθηση — η (Α ἀκολούθησις) [ἀκολουθῶ] 1. εξακολούθηση, συνέχεια 2. επακολούθημα, συμπέρασμα αρχ. υπακοή, συμμόρφωση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»